VII: The Chariot
- 1.Dreadnaught06:28
- 2.Μόρες || The Night's Mare03:34
- 3.Wings04:36
- 4.Sabnock05:14
- 5.Knight of Swords06:27
- 6.Αίαντας05:42
- 7.Bael03:40
- 8.The Slow Death Walk07:57
The Review
Οι Order of the Ebon Hand, παρά τις πολύ λίγες κυκλοφορίες τους κατά τη διάρκεια των είκοσι πέντε χρόνων ύπαρξης της μπάντας, είναι αρκετά γνωστοί και σεβαστοί από το underground και όχι μόνο αυτό της Ελλάδας. Αν ακούσεις τις κυκλοφορίες τους καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ιστορίας τους, θα καταλάβεις γιατί αξίζουν αυτό το σεβασμό. Οπότε, μετά από μια μεγάλη απουσία από τη δισκογραφία, επιστρέφουν μετά από δεκατέσσερα χρόνια μετά τον δεύτερο ολοκληρωμένο δίσκο τους, να μας παρουσιάσουν τον τρίτο τους ο οποίος λέγεται “VII: The Chariot” και κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2019 από τη Satanath Records περιορισμένος στα 500 αντίτυπα και περιλαμβάνει οχτώ κομμάτια σχεδόν συνολικής διάρκειας σαράντα λεπτών.
Η μουσική τους είναι μια ωραία μίξη του Black Metal της δεκαετίας του ενενήντα, μπορείς να ακούσεις τις επιρροές από τη Σκανδιναβική σκηνή όπως οι Satyricon, μερικές σύγχρονες πινελιές οι οποίες μπορεί να σας θυμίσουν τους Watain και σίγουρα οι προφανείς αναφορές στον παλιομοδίτικο ελληνικό Black Metal ήχο. Το πρώτο στοιχείο που βρήκα αρκετά εντυπωσιακό είναι η τέλεια ισορροπία που έχουν πετύχει μεταξύ μελωδίας και ταχύτητας. Παρόλο που ο δίσκος είναι πραγματικά δυναμικός και η ταχύτητα είναι γρήγορη σχεδόν στο μεγαλύτερο μέρος του, η μελωδία είναι πάντα παρούσα. Το άλλο χαρακτηριστικό που θα ήθελα να αναφέρω είναι τα πολύ όμορφα διπλά riff. Υπάρχουν πολλά σημεία όπου οι κιθάρες παίζουν παρόμοιο riff αλλά όχι ίδιο, την ίδια στιγμή, δίνοντας ένα πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Το τελευταίο στοιχείο που μου άρεσε ήταν η χρήση των πλήκτρων. Είναι παρόντα μόνο σε μερικά σημεία του δίσκου, όπου το συγκρότημα χρειάζεται να προσθέσει μια πιο ατμοσφαιρική πινελιά στη μουσική και τα πολύ κομψά πλήκτρα το φέρνουν εις πέρας τέλεια. Τα τραγούδια διαρκούν από τέσσερα μέχρι οχτώ λεπτά και καθένα έχει μία ξεχωριστή δομή, άλλες φορές εξαρτώνται από το πώς τα riff χτίζουν την ένταση και οδηγούν στην κλιμάκωση, ενώ άλλες φορές εξαρτώνται από τις αλλαγές των riff και του ρυθμού, οδηγώντας τις συνθέσεις προς την κλιμάκωση με τη χρήση των πλήκτρων ή με πιο αργά περάσματα. Επίσης φαίνεται ότι έχουν δουλέψει πολύ τη δομή των κομματιών και κανένα από αυτά δεν γίνεται βαρετό στον ακροατή.
Όσο αφορά την απόδοση του συγκροτήματος, όλα τα μέλη έχουν παραδώσει μια πολύ δυνατή και αψεγάδιαστη εκτέλεση. Οι κιθάρες, οι οποίες είναι το κυρίαρχο όργανο, έχουν ένα καθαρό ήχο και ένα πολύ ακριβές τελικό αποτέλεσμα. Το μπάσο δεν ακούγεται τόσο καθαρά και μερικές φορές είναι σαν να λείπει από τις συνθέσεις. Τα τύμπανα είναι πολύ σταθερά και ακριβή ενώ δεν υπολείπονται πάθους. Η παραγωγή είναι καθαρή και κάπως επίπεδη. Πιστεύω ότι αν το μπάσο ακουγόταν περισσότερο και το γενικό αποτέλεσμα ήταν πιο μπασάτο, ο ήχος θα τόνιζε τις συνθέσεις με ένα πολύ καλύτερο τρόπο. Κατά τη γνώμη μου, το θάψιμο του μπάσου είναι το μόνο ψεγάδι στη μίξη, η οποία πέρα από αυτό, παρουσιάζει τα όργανα σωστά. Τα φωνητικά είναι πολύ εκφραστικά Black Metal φωνητικά που μου θύμισαν πολύ τον Satyr, και στα τραχιά σημεία και στα πιο καθαρά – αφηγηματικά. Οι στίχοι είναι γραμμένοι στα Αγγλικά και περιλαμβάνονται στο όμορφο, εξασέλιδο booklet. Οι στίχοι που παρουσιάζονται εδώ είναι σκοτεινές ιστορίες ζωής και θανάτου, εμπνευσμένες από κλασικά έργα και μυθικούς κόσμους όπως τα δύο τους τραγούδια “Knight of Swords” και “Αίαντας” από το “Macbeth” του Shakespears το “Αίαντας” του Σοφοκλή.
Γενικά, η επιστροφή των Order of the Ebon Hand είναι μια ποιοτική κυκλοφορία. Δεν θα αποτελέσει μια θρυλική κυκλοφορία για την ελληνική Black Metal σκηνή αλλά μπορεί να δείξει, από τη μία πόσο έχει εξελιχθεί το συγκρότημα μέσα στο χρόνο και από την άλλη την ποιότητα και την ποικιλία της ελληνικής σκηνής. Τα κομμάτια που μου άρεσαν περισσότερο ήταν τα “Dreadnaught”, “Wings”, “Sabnock” και “Αίαντας”, αν και όλα τα κομμάτια έχουν ενδιαφέρουσες στιγμές. Αυτή η κυκλοφορία σίγουρα θα εκτιμηθεί από τους οπαδούς του σκανδιναβικού και ελληνικού Black Metal της δεκαετίας του 90. Είναι ένας καλός δίσκος που αξίζει την προσοχή σας.